- ευανάστροφος
- εὐανάστροφος, -ον (Α)1. αυτός που στρέφεται εύκολα πίσω, άστατος, επιπόλαιος2. φιλύποπτος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -ανα-στροφος (< ανα-στρέφω)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εὐαναστρόφους — εὐανάστροφος ready to turn back masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευανάστρεπτος — εὐανάστρεπτος, ον (Μ) άστατος, επιπόλαιος βλ. και ευανάστροφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ανα στρέφω] … Dictionary of Greek